- ὑποκίρναμαι
- ὑποκίρνᾰμαι, [voice] Pass.,A to be mixed, Arist.Insomn.460a30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκίρναμαι — Α παθ. είμαι λίγο αναμεμιγμένος («τῶν ἐμβαλλομένων ἢ ὑποκιρναμένων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίρναμαι, άλλος τ. τού κεράννυμαι «αναμιγνύομαι»] … Dictionary of Greek